- δαμαλίτιδα
- bir tür sığır hastalığı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
δαμαλίτιδα — Λοιμώδης νόσος, που οφείλεται σε διηθητό ιό και παρατηρείται κυρίως σε αγελάδες και άλογα, γνωστή και ως ευλογιά της αγελάδας. Στο μέρος όπου ενοφθαλμίζεται ο ιός, εμφανίζονται φλύκταινες (φουσκάλες), ενώ τα γενικά συμπτώματα είναι συνήθως ήπια.… … Dictionary of Greek
Τζένερ, Έντουαρντ — (Jenner, Berkeley, Gloucestershire 1749 – 1823). Άγγλος γιατρός, στον οποίο οφείλεται η πρώτη μέθοδος αποτελεσματικής ανοσοποιητικής προφύλαξης. Βασισμένος στη διαπίστωση, ότι η δαμαλίτιδα προκαλούσε ανοσία κατά της ευλογιάς, ασχολήθηκε για… … Dictionary of Greek
δαμαλίδα — η και δαμαλίς ( ίδος) (Μ δαμαλίς) [δάμαλις] η δαμάλα νεοελλ. 1. η ασθένεια τών βοδιών δαμαλίτιδα 2. ο ορός που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η βατσίνα 3. γένος δίπτερων εντόμων … Dictionary of Greek